«Η γενιά των χαϊδεμένων»
«Στους νέους πρέπει να διδάσκουμε μόνο το καλό· το κακό το μαθαίνουν μόνοι τους»
(ΡΟΥΛΛΩ)
Οι γιατροί δίνουν μεγάλη σημασία στο «ιστορικό» του ασθενή, για να κάνουν σωστή διάγνωση. Άρα και για τη «διάγνωση» της προσωπικότητας ενός ανθρώπου πρέπει ν' ανατρέξουμε στο «ιστορικό» της παιδικής του ηλικίας. Ο Φρόυντ μάλιστα δίδασκε ότι ο χαρακτήρας και οι αντιδράσεις του ανθρώπου καθορίζονται από τα ερεθίσματα της νηπιακής ηλικίας. Αυτό δείχνει πόσο τα παιδικά χρόνια καθορίζουν σημαντικά την εξέλιξη του ανθρώπου.
Τα τελευταία χρόνια επίσημοι και ανεπίσημοι φορείς δείχνουν να έχουν αντιληφθεί τα παραπάνω και αναπτύσσουν μια πλούσια δραστηριότητα για το παιδί χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχουν κάνει πλουσιότερο συναισθηματικά το παιδί. Συγκεκριμένα, το 1979 είχε ανακηρυχθεί «Έτος Παιδιού». Παρ' όλα αυτά «η Αυτού Μεγαλειότης το Παιδί» οδηγείται συχνά σαν ένας δεύτερος Λουδοβίκος 16ος στην γκιλοτίνα. Ο ξυλοδαρμός δεν έχει παύσει να είναι «θεσμός». Μπορεί το ξύλο να βγήκε από τον παράδεισο άλλ' αυτό δεν είναι λόγος να στείλουμε το παιδί στον παράδεισο.
Ο σύγχρονος κόσμος είναι υποκριτικός. Παντού κυριαρχεί το σύνθημα «τα πάντα για το παιδί». Όλα γίνονται για το παιδί αλλά χωρίς το παιδί. Η σωστή αντιμετώπιση του παιδιού είναι εύκολο να λέγεται˙ δύσκολο όμως να γίνεται και να δίνεται. Η κοινωνία αντιμετωπίζει το παιδί σαν μικρό άγνωστο. Κι οι γονείς είναι για το παιδί οι «αγαπημένοι γνωστοί άγνωστοι». Το παιδί στο σύγχρονο κόσμο ή καλύτερα στη σύγχρονη μοναξιά είναι μοναχό του. Του λείπει η σιγουριά. Θα ήταν σωστότερο, λοιπόν, αυτά που ονομάζουμε χαϊδεμένα παιδιά να τα λέγαμε «παιδιά της αβεβαιότητας».
Σε μια πρόσφατη έκθεση παιδικής ζωγραφικής τα παιδιά είχαν ζωγραφίσει τα σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα. Το μήνυμα είναι σαφές: Το σπίτι λειτουργεί σαν φυλακή. Το αδιαμόρφωτο συναισθηματικά παιδί ζει σε πολιτείες που δεν αναπνέουν, γιατί τις έπνιξε ο ζήλος των οικοπεδοφάγων και των εργολάβων. Η σύγχρονη οικιστική το συνθλίβει ψυχικά, εγκλωβίζει τη ζωτικότητα και υπονομεύει την καλαισθησία του. Απροσάρμοστο στο άξενο περιβάλλον των πόλεων, αποδέχεται σταδιακά το καθεστώς της οικιστικής ασχήμιας και υποδουλώνεται στη γεωμετρημένη σκλαβιά του διαμερίσματος.
Η πολυκατοικία είναι ένα στατικό συγκρότημα, νεκρή κατασκευή, έκφραση ψυχρής αριθμητικής· όχι ευαισθησίας. Δεν επιτρέπει ατμόσφαιρα οικειότητας, ασφάλειας, συνέχειας, ζεστασιάς. Δεν επιτρέπει αναμνήσεις. Η περιοδική στάθμευση αρνείται συναισθηματικούς δεσμούς και σκοτώνει κάθε ικμάδα τρυφερότητας για το σπίτι, που τελικά αποτελεί κέντρο διερχομένων. Το παιχνίδι, η κίνηση, η ελεύθερη δραστηριότητα είναι απαγορευμένα και το ανήσυχο παιδικό βλέμμα δεν μπορεί να βρει ορίζοντες πέρα από τους τέσσερις εχθρικούς τοίχους που το περικυκλώνουν. Αυτή η «μοντέρνα» οικιστική διαμορφώνει ανθρώπους όχι μόνο χωρίς επικοινωνία, χωρίς αίσθηση του ωραίου, χωρίς ελεύθερα ανεπτυγμένη σκέψη, χωρίς ευαισθησία αλλά και χωρίς παιδική ηλικία.
Μια από τις πρώτες συμβουλές που δέχεται το παιδί είναι το «μην ανοίγεις την πόρτα» και «μη μιλάς σε αγνώστους». Έτσι για λόγους ασφαλείας καλλιεργείται στο παιδί το πλέγμα της καχυποψίας. Τα απανωτά «μη» το κάνουν να αισθάνεται πως είναι συνεχώς «outoforder» (= εκτός σειράς, εξαίρεση). Κινείται μέσα σ' έναν κόσμο που ζει σε κατάσταση συναγερμού, που προσέχει τα νώτα του και συνεχώς ετοιμάζεται ν' αμυνθεί, ν' αντιμετωπίσει τον αιφνιδιασμό· σ' έναν κόσμο που δεν ευνοεί το πλάσιμο του παραμυθιού. Η